Σκιώδη Παραλειπόμενα

του
Κώστα Βουλαζέρη

Αρχείο | RSS Feed

Αναζήτηση Μυστηριακές ΟντότητεςΠαλιά Ελληνικά Εξώφυλλα

Τυχαία

Μια στιγμή...
22 / 4 / 2024

Κυκλοφορεί ένα παραμύθι εδώ και χρόνια, και τώρα, στην εποχή του διαδικτύου, κυκλοφορεί, νομίζω, ακόμα περισσότερο: ότι ο συγγραφέας, ο λογοτέχνης, έχει ανάγκη από αλληλεπίδραση με τους αναγνώστες. Ότι αυτό είναι το φυσικό.

Αυτό είναι ένα ψέμα.

Ίσως – ίσως – να ισχύει μόνο για ορισμένους συγγραφείς· αλλά, κυρίως, είναι επίπλαστη ανάγκη.

Δηλαδή, είναι ένα ψέμα.

Τι; Νομίζετε ότι δεν είμαι αρκετά «political correct» που, καθότι συγγραφέας κι εγώ, το λέω αυτό;

Για να μην απαντήσω σε κάτι τέτοιο «στα αρχ*** μ***» και γίνω ακόμα λιγότερο political correct, θα πω απλώς: λίγο μ’ενδιαφέρει. Έως και καθόλου, βασικά.

Γιατί;

Διότι δεν μ’ενδιαφέρουν τα ψέματα. Ξέρω πολύ καλά τι αισθανόμουν όταν, από μικρός, ξεκίνησα να γράφω, και αυτό σίγουρα δεν ήταν ανάγκη για αποδοχή από όποιον μπορεί να το διαβάσει. (Όπως και όταν διαβάζω κάτι δεν με απασχολεί η συναναστροφή με τον ίδιο τον συγγραφέα αλλά με το ίδιο το έργο.)

Όλες αυτές οι ανοησίες περί ανάγκης για αποδοχή και τα λοιπά είναι επίπλαστες και σταδιακά σου εμφυτεύονται αν δεν είσαι παρατηρητικός. Είχα γράψει κι ένα άρθρο παλιότερα για τον «κοινωνικό» συγγραφέα, οπότε δεν θα επαναλάβω τα ίδια.

Εκείνο, όμως, που πρέπει να έχουν υπόψη τους πολλοί νέοι συγγραφείς (αλλά συνήθως δεν το προσέχουν γιατί παρασύρονται) είναι ότι δημιουργείται μια κατάσταση την οποία εγώ ονομάζω «συγγραφέας-πρεζόνι». Ο συγγραφέας-πρεζόνι δεν παίρνει ουσίες από το στόμα, ούτε από τη φλέβα. Αλλά παίρνει τη δόση του από το στόμα των άλλων ή από την οθόνη όπου βλέπει λέξεις γραμμένες ή likes και άλλες τέτοιες αρλούμπες. Έχει ανάγκη την αποδοχή. Και αυτό συνήθως είναι επίπλαστο. Και είναι και επικίνδυνο, για τους ίδιους λόγους που είναι επικίνδυνο το να είσαι πρεζόνι και να περιμένεις από κάποιον άλλο να σου δώσει τη δόση σου. Είναι επικίνδυνο γιατί έχεις ανάγκη κάτι που δεν εξαρτάται από εσένα αλλά από τις διαθέσεις κάποιου άλλου ή άλλων. Και, φυσικά, πολύ εύκολα έτσι σε εκμεταλλεύονται, αφού μπορούν να ρυθμίζουν τη διάθεσή σου.

Η διαδικασία της λογοτεχνίας, για τον συγγραφέα, δεν έχει να κάνει με τον αναγνώστη, ή με τον οποιονδήποτε μπορεί να του κάνει σχόλια – καλόβουλα, κακόβουλα, ή οτιδήποτε άλλο. Η διαδικασία της λογοτεχνίας είναι από μόνη της η «δόση» του συγγραφέα.

Θυμάμαι τι είχε πει η Ούρσουλα λεΓκεν κάποτε: «Δεν ήθελα ποτέ να είμαι συγγραφέας, απλά ήθελα να γράφω.»

Τι εννοούσε; Ότι το μόνο που έχει νόημα είναι το να γράφεις, όχι αυτό που οι άλλοι μοιάζει να εννοούν όταν λένε «συγγραφέας» – δηλαδή, κάτι σαν δημόσιο πρόσωπο ή σταρ. Δεν είναι αυτό το πράγμα ο συγγραφέας, και όσοι ακολουθούν το συγγραφιλίκι γι’αυτό, το ακολουθούν για τον τελείως λάθος λόγο.

Στη χώρα μας, δε, υπάρχουν ένα σωρό εργαστήρια συγγραφέων και λέσχες και όπως αλλιώς θέλεις να τις πεις αυτές τις ομάδες, όπου συγκεντρώνονται επίδοξοι και μη συγγραφείς και ακούγονται διαφόρων ειδών σχολιασμοί – τουτέστιν, ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του. Και όλα αυτά αμφίβολο είναι αν έχουν κανένα θετικό αποτέλεσμα· αλλά μπορώ να φανταστώ πολλά αρνητικά αποτελέσματα: από αποπροσανατολισμό της προσήλωσης σ’αυτό που αληθινά θες να κάνεις, μέχρι διακοπή της έμπνευσης, μέχρι αντιπαλότητες, ψυχολογική εκμετάλλευση των συγγραφέων, και άλλα τέτοια ωραία.

Όλα αυτά μοιάζουν να προσπαθούν να καλύψουν, ή να κρύψουν, ένα τεράστιο κενό που υπάρχει στη χώρα μας, μια γιγάντια τρύπα, τον ελέφαντα μέσα στο σαλόνι: που είναι ότι οι λογοτέχνες δεν μπορούν να βγάλουν λεφτά από αυτό που κάνουν.

Και αυτό είναι τραγικό.

Τα σχόλια του καθενός – το μακρύ του και το κοντό του· ασχέτως αν σε ικανοποιούν βιτσιόζικα ή σε τσαντίζουν ή οτιδήποτε χειρότερο – δεν τρώγονται, και δεν έχουν καμία χρησιμότητα. Συνήθως, δε, ούτε καν για να βελτιώσεις το γράψιμό σου (αυτό μπορείς να το κάνεις με πολύ πιο αποτελεσματικούς και ουσιώδεις τρόπους).

Πέρα από το ότι γράφοντας λογοτεχνία κάνεις τη ζωή σου καλύτερη (και εγώ προσωπικά θα σταματούσα να γράφω λογοτεχνία μόνο αν ήμουν νεκρός και για κανέναν άλλο λόγο) θα ήταν πολύ σωστό – ηθικά σωστό – να βγάζεις και λεφτά από αυτό.

Σε τελική ανάλυση, κάτι παράγεις.

Πολιτισμό.

Τι; Υπάρχει τέτοιο πράγμα; Αυτό δεν είναι μόνο, εεε, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, ο Κερατάς Εν Αυλίδι, το Κάψιμο της Σμύρνης, και η Μαγκιά στο Μεσολόγγι;

Ε, όχι, παιδιά, δεν είναι μόνο αυτό. Και δυστυχώς ούτε αυτό δεν πληρώνεται καλά.

Όλοι οι άλλοι που γράφουμε πιο... παράξενα (και καλά) πράγματα δεν βγάζουμε φράγκο. Αποδώ το ψάχνεις, αποκεί το ψάχνεις – φράγκο δεν βγάζεις. Μπορεί να χάσεις κιόλας! Αλλά, σίγουρα, δεν βγάζεις.

Εγώ τριάντα χρόνια συνεχόμενα γράφω φανταστική λογοτεχνία. Θα έπρεπε πλέον να μου στέλνουν λεφτά απλά και μόνο για λόγους παλαιότητας.

Συμβαίνει; Δεν συμβαίνει.

Έχω έναν κουμπαρά στο βασικό μου website για δωρεές ο οποίος μαζεύει κάτι ελάχιστα ευρώ. Και ευχαριστώ όσους έχουν στείλει (και, μάλιστα, ορισμένοι δύο και τρεις φορές) – thank you! – αλλά αυτό δεν είναι εισόδημα. Ούτε κατά προσέγγιση. Είναι απλώς ένα «ευχαριστώ» που θα μπορούσε να σου πει κάποιος.

Το ερώτημα είναι: πώς είναι δυνατόν να είμαστε τόσο χάλιες, ως λαός, ως Κράτος, ως χώρα, που να μην πληρώνουμε τους συγγραφείς;

Και θα μου πείτε ότι το λέω επειδή περιμένω να ζήσω γράφοντας, ή (ας γελάσω) να πλουτίσω γράφοντας... Αλλά, όχι, δεν το λέω γι’αυτό. Μια χαρά ζω και έτσι, ενώ συγχρόνως γράφω κιόλας. Δεν έχω θέμα, ευτυχώς.

Όμως το ζητούμενο εδώ δεν είναι αυτό. Το ζητούμενο είναι τι είναι σωστό, γαμώ την κοινωνία μου.

Και το σωστό είναι ο συγγραφέας να πληρώνεται με κάποιο τρόπο αφού παράγει κάποιο έργο.

Ναι μεν είμαστε μικρή χώρα, και, προφανώς, πόσα λεφτά θα μπορούσαν να έρθουν από δωρεές; Σίγουρα όχι χιλιάδες ευρώ τον μήνα. Αλλά σίγουρα, επίσης, θα μπορούσαν να έρχονται περισσότερα ευρώ απ’ό,τι έρχονται.

Κάνε τώρα λίγο στάση στη σκέψη σου και αναλογίσου τι σημαίνει αυτό για εμάς, ως λαό, ως Κράτος, ως χώρα.

Είναι τραγικό...

 

 

Επίσης . . .

Το Δυναμικό Φανταστικό Σκηνικό


Αρκετοί φανταστικοί κόσμοι δεν αλλάζουν, ή αλλάζουν λίγο. Είναι αρκετά φιξαρισμένοι, θα έλεγες. Γνωρίζουμε τι υπάρχει εκεί και τι δεν υπάρχει, και αποκεί και πέρα οι μόνες αλλαγές είναι, ίσως, στην πολιτική σκηνή του κόσμου, ή στο πώς εξελίσσονται κάποιες καταστάσεις. Αλλά ο κόσμος ο ίδιος, κατά βάση, δεν αλλάζει. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν αυτές οι φανταστικές φυλές, αυτά τα φανταστικά όντα, αυτά τα είδη μαγείας ή τεχνολογίας, και τέλος. Μεταβάλλονται μόνο οι σχέσεις μεταξύ αυτών – όπως αν ένα βασίλειο γκρεμιστεί ή αν μια καινούργια πόλη ιδρυθεί. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, ακόμα κι αυτό δεν συμβαίνει, ή συμβαίνει πολύ διστακτικά, πολύ επιφυλακτικά. Κάποιες αυτοκρατορίες είναι πάντα εκεί, κάποια βασιλεία υπήρχαν και θα υπάρχουν. Μερικές φορές αυτό ισχύει και για κάποιους χαρακτήρες μέσα στις φανταστικές ιστορίες· μοιάζουν κι αυτοί φιξαρισμένοι στο φανταστικό σκηνικό, σαν να είναι μέρος του.

Το πιο συνηθισμένο, πάντως, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το πολιτικό σκηνικό να αλλάζει αλλά τίποτα σχετικά με τη φύση του κόσμου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – έχει μια συγκεκριμένη αισθητική – και θα μπορούσες να πεις και ότι είναι, κατά κάποιο τρόπο, ρεαλιστικό – δηλαδή, ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον κόσμο μας, στη δική μας πραγματικότητα.

Ή, μήπως, όχι;

[Συνέχισε να διαβάζεις]

 

Επιλογές Νοεμβρίου (12/11)


Χάρτης με τους αρχαίους ρωμαϊκούς δρόμους, εικόνες από το Bummer California, LocalSend (ασφαλή αποστολή αρχείων τοπικά), Sean Andrew Murray. Η Ιρλανδία καθιερώνει τη χορήγηση μισθού σε δημιουργούς, το Beowulf του Lynd Ward, Greek TV Live, The White Company του Arthur Conan Doyle. «Η πόλη των μαγισσών», Space Type Generator, ερωτικές ταινίες τρόμου. Halloween με Ε.Φ. από το ’70· The Sword of Shannara και αντιγραφές του Τόλκιν· The Fall of Mercury της Leslie F. Stone· Sean Connery και Zardoz. Ο άνθρωπος είναι το ζώο που ονειρεύεται.

 

Περί Γραφής: Νοοτροπίες Διορθώσεων


Πώς πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι προτού ξεκινήσεις να διορθώνεις τα κείμενά σου

Νομίζω πως έχω ήδη γράψει σε κάποιο άλλο άρθρο (δεν θυμάμαι ποιο, αυτή τη στιγμή) ότι η τακτική μου με τις διορθώσεις είναι η εξής: να γράφω ένα κομμάτι (κάποιες σελίδες, ίσως ένα κεφάλαιο) και μετά να το διορθώνω· και όταν έχω τελειώσει όλο το βιβλίο, να το διορθώνω πάλι από την αρχή. Αυτή η τελευταία διόρθωση – αν και, ίσως, η λιγότερο σημαντική – είναι και η πιο κουραστική για εμένα, γιατί (α) θέλω να τη βγάλω σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν θέλω να αργήσω πολύ· (β) ασχολούμαι με λεπτομέρειες ουσιαστικά, τα βασικά τα έχω ήδη διορθώσει· και (γ) η συνεχόμενη εστίαση της προσοχής για πολλές ημέρες επάνω σε ένα κείμενο δημιουργεί μεγαλύτερη κόπωση από τη συνεχόμενη χειρονακτική εργασία.

Αλλά αυτή είναι απλώς η τακτική που ακολουθώ, και σ’αυτό το άρθρο την αναφέρω μόνο. Εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ είναι η νοοτροπία με την οποία κάνει (πρέπει να κάνει;) κάποιος τις διορθώσεις σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και αναφέρομαι, κυρίως, στον συγγραφέα τον ίδιο, όχι σε διορθωτή. Για τον διορθωτή τα πράγματα πιθανώς να είναι αλλιώς – πιο επαγγελματικά, πιο ουδέτερα. Για τον συγγραφέα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ουδέτερα, και όταν ξαναβλέπει ένα κείμενο που έχει γράψει μπορεί – ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του – να βλέπει πολλά. Μπορεί να βλέπει ακόμα και φαντάσματα – το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο· δεν αστειεύομαι.

Γι’αυτό είναι πολύ σημαντική η νοοτροπία με την οποία κάνει κανείς διορθώσεις, ασχέτως τι τακτική ακολουθεί. Μπορεί κάποιος να μην ακολουθεί τη δική μου τακτική· μπορεί να το γράφει όλο μονοκοπανιά και μετά να το διορθώνει από την αρχή. Ή μπορεί να το γράφει λίγο-λίγο διορθώνοντάς το στην πορεία. Δεν έχει σημασία αυτό. Όλα είναι, κατά βάθος, σωστά. Μεγαλύτερη σημασία έχει η νοοτροπία για τις διορθώσεις.

Και δεν υπάρχει μόνο μία νοοτροπία· υπάρχουν πολλές. Θα αναφέρω μερικές που θεωρώ καλές, και μερικές που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Δύο ακραίες καταστάσεις που πλήττουν τους συγγραφείς είναι οι εξής: Από τη μια, να βαριούνται να το διορθώσουν και να το αφήνουν όπως είναι· από την άλλη, να σκαλώνουν και να το κοιτάνε επ’άπειρον, αγωνιώντας ότι πάντα κάτι δεν πάει καλά, ποτέ δεν είναι αρκετά σωστό.

[Συνέχισε να διαβάζεις]